-
1 επαμειβω
1) обменивать, менятьсяτεύχεα ἀλλήλοις ἐπαμείψομεν Hom. — давай, обменяемся оружием друг с другом
2) med. чередоваться, перемежатьсяνίκη ἐπαμείβεται ἄνδρας Hom. — победа достается то одним, то другим
См. также в других словарях:
επαμείβω — (Α ἐπαμείβω) νεοελλ. «επαμειβόμενον έπαλθον» έπαθλο που ο κάτοχός του δεν δικαιούται να κρατήσει περισσότερο από μια αγωνιστική περίοδο, αλλά οφείλει να τό παραδώσει, για να δοθεί στον νικητή τής επόμενης περιόδου αρχ. 1. ανταλλάσσω («τεύχεα δ… … Dictionary of Greek